- ξηρῶς
- ξηρόςdryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυσικαρφί — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μὲν ἀνέγνωσαν ὡς ἀκονιτί, καί φασιν ὅτι τὸ μεμυκότως (με τα μάτια κλειστά) καὶ ξηρῶς ποιεῑν (γελᾱν) οὕτω λέγουσιν» 2. (κατά τον Φώτ.) «μεμυκότως καὶ ξηρῶς, μὴ ἐκ φανεροῡ γελᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek